- κακογουστιά
- ηη έλλειψη καλού γούστου, η ακαλαισθησία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αγουστιά — η [άγουστος] έλλειψη γούστου, αφιλοκαλλία, κακογουστιά … Dictionary of Greek
ανοστίλα — η 1. έλλειψη νοοτιμάδας, ανοστιά, κακογουστιά 2. απώλεια του αισθήματος της γεύσης 3. ανορεξία, αηδία 4. ανόητα λόγια ή πράξεις … Dictionary of Greek
ακαλαισθησία — η κακογουστιά: Πάντα τη διέκρινε ακαλαισθησία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απειρόκαλος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν ξέρει το καλό, το ωραίο, ο αγροίκος: Το ντύσιμό της, η επίπλωση του σπιτιού και πολλά άλλα έδειχναν πόσο απειρόκαλη ήταν. Ουσ. απειροκαλία, η κακογουστιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)